μηκώνιο

μηκώνιο
το (Α μηκώνιον) [μήκων]
1. ο χυμός τού φυτού μήκων η υπνοφόρος
2. καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα τού εμβρύου και τού νεογεννήτου, από χολή και εντερικά κύτταρα και εμφανίζεται στο έντερο τού ανθρώπινου εμβρύου από τον πέμπτο μήνα τής εγκυμοσύνης
αρχ.
1. το θαμνώδες φυτό πέπλος
2. το φυτό τιθύμαλλος, κν. γαλατσίδα («εἰς ἀγγεῑα συνάγουσιν, ὥσπερ καὶ τὸν τοῦ τιθυμάλλου ἢ μηκωνίου
καλοῡσι γὰρ ἀμφοτέρως», Θεόφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”